- αλλοτριοφαγώ
- ἀλλοτριοφαγῶ (-έω) (Μ) [ἀλλοτριοφάγος]1. τρώγω από τα ξένα, τρώγω το ψωμί τού άλλου2. τρώγω χωρίς να συνεισφέρω για τη δαπάνη τού γεύματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλλοτριοφάγος — ο (ΑΜ ἀλλοτριοφάγος, ον) αυτός που τρώγει από τα ξένα και όχι από τα δικά του, ξενοφαγάς νεοελλ. 1. αυτός που σφετερίζεται, που οικειοποιείται πράγματα που δεν τού ανήκουν 2. Ιατρ. αυτός που πάσχει από αλλοτριοφαγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλότριος +… … Dictionary of Greek